μικρογαμέτης

μικρογαμέτης
ο
βιολ. ο μικρότερος από δύο ανισογαμέτες, ο οποίος θεωρείται ως ο «αρσενικός» γαμέτης, και που έχει διαφοροποιηθεί από τον «θηλυκό» ως προς το μέγεθος, είναι δηλ. μικρότερος, ή ως προς τη δομή ή και ως προς τα δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microgamete < micro- (βλ. μικρ[ο]-) + gamete (< γαμέτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σταυρεπικονίαση — η, Ν βοτ. η διεργασία τής επικονίασης κατά την οποία ο μικρογαμέτης, που γονιμοποιεί το ωοκύτταρο ενός άνθους, προέρχεται από τον γυρεόκοκκο ενός διαφορετικού φυτικού ατόμου, αλλ. σταυρωτή επικονίαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”